Το σιδηροδρομικό όχημα («άμαξα») που κινείται μόνο του, με δική του μηχανή. Η λέξη προέρχεται από το περιφραστικό «αυτοκίνητος άμαξα»· Δ(ημοσθένης). Πρωτ(οπαπαδάκης). (1927). «αυτοκίνητος -ος -ον. (Σιδηρ.)—Αυτοκίνηται άμαξαι». Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν. Β΄. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη. σελ. 710. Η λέξη χρησιμοποιείται και με άλλη σημασία, στις οδικές μεταφορές, για τα ειδικά, αυτοκινητοφόρα φορτηγά, όπως και τα ρυμουλκούμενα οχήματα φόρτωσης και μεταφοράς αυτοκινήτων· «Αυτοκινητάμαξα». Τροχοί & TIR. (Μηνιαίο περιοδικό για τα επαγγελματικά οχήματα, τις οδικές μεταφορές και τα logistics). Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2017.