Τότε απογύμνωσαν οι Μυρμιδόνες νεκρό τον Σαρπηδόνα, τραβώντας / απ' τους ώμους του όπλα που έλαμπαν, τη χάλκινή του πανοπλία. / Αυτήν ο Πάτροκλος, ένδοξος του Μενοίτιου γιος, τη δίνει / στους εταίρους του, στα βαθουλά καράβια να τη φέρουν. / Οπότε ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, γύρισε στον Απόλλωνα και παραγγέλλει:
«Έφτασε η ώρα, Φοίβε, τώρα να κατέβεις στον ομαλό. Από τα βέλη γλίτωσε / τον Σαρπηδόνα, καθάρισε από το μαύρο αίμα το κορμί του, έπειτα / το νεκρό του σώμα αναλαμβάνοντας, απόμακρα πολύ, / στου ποταμού το ρέμα οδήγησε, κι εκεί / τον λούζεις, τον μυρώνεις με μύρο θεϊκό, / άφθαρτο ρούχο φόρεσέ του. Μετά τον εμπιστεύεσαι στους δίδυμους γοργούς ταξιδευτές, / στον Υπνο και στον Θάνατο, στα χέρια τους να τον σηκώσουν και φτάνοντας / στην ώρα τους, στο εύφορο χώμα να τον αποθέσουν της ευρύχωρης Λυκίας.[...] (Μετάφραση Δ. N. Μαρωνίτη (http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14366&m=B40&aa=1Αρχειοθετήθηκε 2007-05-18 στο Wayback Machine.)
web.archive.org
Τότε απογύμνωσαν οι Μυρμιδόνες νεκρό τον Σαρπηδόνα, τραβώντας / απ' τους ώμους του όπλα που έλαμπαν, τη χάλκινή του πανοπλία. / Αυτήν ο Πάτροκλος, ένδοξος του Μενοίτιου γιος, τη δίνει / στους εταίρους του, στα βαθουλά καράβια να τη φέρουν. / Οπότε ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, γύρισε στον Απόλλωνα και παραγγέλλει:
«Έφτασε η ώρα, Φοίβε, τώρα να κατέβεις στον ομαλό. Από τα βέλη γλίτωσε / τον Σαρπηδόνα, καθάρισε από το μαύρο αίμα το κορμί του, έπειτα / το νεκρό του σώμα αναλαμβάνοντας, απόμακρα πολύ, / στου ποταμού το ρέμα οδήγησε, κι εκεί / τον λούζεις, τον μυρώνεις με μύρο θεϊκό, / άφθαρτο ρούχο φόρεσέ του. Μετά τον εμπιστεύεσαι στους δίδυμους γοργούς ταξιδευτές, / στον Υπνο και στον Θάνατο, στα χέρια τους να τον σηκώσουν και φτάνοντας / στην ώρα τους, στο εύφορο χώμα να τον αποθέσουν της ευρύχωρης Λυκίας.[...] (Μετάφραση Δ. N. Μαρωνίτη (http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14366&m=B40&aa=1Αρχειοθετήθηκε 2007-05-18 στο Wayback Machine.)