Ξενόγλωσσο επενδυτικό λεξικό (2)Αρχειοθετήθηκε 2012-01-18 στο Wayback Machine. για τον όρο legal tender δίνει τον ορισμό (μεταφρασμένο):
Υποδιαίρεση της νομισματικής μονάδας μιας χώρας η οποία, βάσει νόμου, πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως μέσο εμπορικών συναλλαγών και πληρωμών χρηματικού χρέους. Ενώ συνήθως όλες οι υποδιαιρέσεις των εν κυκλοφορία χαρτονομισμάτων είναι νόμιμο χρήμα, η υποδιαίρεση και το ποσό κερμάτων που είναι αποδεκτό ως νόμιμο χρήμα ποικίλει από χώρα σε χώρα. Επιταγές και ταχυδρομικές επιταγές δεν αποτελούν νόμιμο χρήμα και γίνονται αποδεκτές μόνο κατ' επιλογή του πιστωτή, δανειστή ή πωλητή.
Ξενόγλωσσο επενδυτικό λεξικό (2)Αρχειοθετήθηκε 2012-01-18 στο Wayback Machine. για τον όρο legal tender δίνει τον ορισμό (μεταφρασμένο):
Υποδιαίρεση της νομισματικής μονάδας μιας χώρας η οποία, βάσει νόμου, πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως μέσο εμπορικών συναλλαγών και πληρωμών χρηματικού χρέους. Ενώ συνήθως όλες οι υποδιαιρέσεις των εν κυκλοφορία χαρτονομισμάτων είναι νόμιμο χρήμα, η υποδιαίρεση και το ποσό κερμάτων που είναι αποδεκτό ως νόμιμο χρήμα ποικίλει από χώρα σε χώρα. Επιταγές και ταχυδρομικές επιταγές δεν αποτελούν νόμιμο χρήμα και γίνονται αποδεκτές μόνο κατ' επιλογή του πιστωτή, δανειστή ή πωλητή.